- τριημερία
- η трехднёвка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριημερία — η, ΝΜΑ [τριήμερος] χρονική περίοδος τριών ημερών … Dictionary of Greek
τριημερία — η χρονικό διάστημα τριών ημερών, το τριήμερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριημερίαν — τριημερίᾱν , τριημερία period of three days fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημερίαις — τριημερία period of three days fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵՐԵՔՕՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 1 0682 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c ա. τριήμερος, τριημερία triduum τριταῖος tertianus, triduanus Եռօրեայ. երից աւուրց. որ ինչ լինի յերից աւուրց միջոցի, կամ յերրորդ աւուր. *Երթիցուք երեքօրեայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τριήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες: Τριήμερος πυρετός. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών: Τριήμερο βρέφος. 3. αυτός που συμβαίνει την τρίτη ημέρα: Τριήμερη ανάσταση. 4. το ουδ. ως ουσ., τριήμερο χρονικό διάστημα τριών ημερών, τριημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)